ριζοσπαστικότητα

ριζοσπαστικότητα
[-ης (-ητος)] η радикальность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ριζοσπαστικότητα" в других словарях:

  • ριζοσπαστικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού ριζοσπάστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ριζοσπαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. ριζοσπαστικότης, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • επαναστατικότητα — η το να είναι κάποιος επαναστάτης ή επαναστατικός, η ριζοσπαστικότητα …   Dictionary of Greek

  • Μάλερ, Γκούσταφ — (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του… …   Dictionary of Greek

  • επαναστατικότητα — η το να είναι κάτι ή κάποιος επαναστάτης ή επαναστατικός, ριζοσπαστικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»